αγγαρηιος

αγγαρηιος
    ἀγγαρήϊος
    ἀγγᾰρήϊος
    ὅ Her. = ἄγγαρος См. αγγαρος I

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αγγαρηιος" в других словарях:

  • αγγαρήιος — ἀγγαρήιος, ο (Α) ιων. τύπος τού ἄγγαρος* …   Dictionary of Greek

  • άγγαρος ή αγγαρήιος — (από την περσ. λέξη άγκαρ = αγγελιαφόρος, γραμματοφόρος). Στην Περσία ονομαζόταν έτσι o έφιππος ταχυδρόμος των βασιλικών παραγγελιών. Το όνομα αυτό είχε και o «εκ διαδοχής αγγελιαφόρος», που ήταν ταχυδρόμος με άλογο του δημοσίου που το… …   Dictionary of Greek

  • ἀγγαρήιον — posting system neut nom/voc/acc sg ἀγγαρήϊον , ἀγγαρήιος posting system masc acc sg (ionic) ἀγγαρήϊον , ἀγγαρήιος posting system neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγγαρος — ἄγγαρος, ο (Α) 1. βασιλικός έφιππος ταχυδρόμος στην Περσία. Οι άγγαροι βρίσκονταν σε ορισμένους σταθμούς σε όλη τη χώρα και είχαν το δικαίωμα να επιβάλλουν καταναγκαστική εργασία για να μεταφερθούν οι βασιλικές παραγγελίες 2. (ως επίθ. στη φρ.)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»